- αμαύλιστος
- -η, -οαυτός που δε μαυλίστηκε, που δεν κράχτηκε: Δεν άφηνε ποτέ τις κότες της αμαύλιστες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμαύλιστος — η, ο [μαυλίζω] 1. (για ζώα) αυτός που δεν τόν φώναξαν, δεν τόν κάλεσαν να συναχτεί μαζί με άλλους (κυρίως για κότες) 2. αυτός που δεν παρασύρθηκε σε άπρεπες ή ανήθικες πράξεις από μαστρωπό 3. αυτός που δεν μεταπείθεται με θωπείες ή δώρα … Dictionary of Greek